Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός άνθρωπος, που τον
έλεγαν Γιάννη και είχε την γυναίκα του και ένα παιδί δέκα
χρονών. Δούλευε ο άνθρωπος κάθε μέρα από το πρωί ως το
βράδυ, αλλά δεν έβγαζε τίποτα μόλις και μετά βίας πρόφταινε τη φαμελιά του
από ψωμί.
Μια μέρα ο Γιάννης λέει στην γυναίκα του:
-Δεν υποφέρεται αυτή η ζωή, γυναίκα. Βλέπεις, σαν σκυλί από το πρωί ως
το βράδυ και δεν μου μένει τίποτες από την δουλειά. Θα πάρω τα μάτια μου να
φύγω θα πάω στα ξένα να βρω μια καλή δουλειά και να σου στέλνω να
πορεύεσαι καλά με το παιδί μας.
-Να πας στο καλό, άντρα μου, του λέει η γυναίκα του, μονάχα να έχεις την
έννοια για το σπίτι, να μας στέλνεις να ζούμε.
Έφυγε λοιπόν ο Γιάννης από το χωριό και πάει στην Πόλη, μα δεν μπόρεσε
να βρει καμιά δουλειά καλή, γιατί ήταν άτεχνος και αναγκάστηκε να μπει
δούλος σε έναν άρχοντα.
Αυτό το αφεντικό, όσα χρόνια κι αν του δούλεψε ο Γιάννης, δεν του έδωκε
καμία πεντάρα μονάχα η γυναίκα του άρχοντα του έδινε από καμιά φορά
κανένα νόμισμα και το έστελνε στο χωριό του στην γυναίκα του.
Πέρασαν δέκα χρόνια και ο Γιάννης βαρέθηκε στην ξενιτιά και θέλησε να
γυρίσει στο χωριό, στην γυναίκα του και το παιδί του. Του είχε πονέσει για την
πατρίδα του.
Ετοιμάζει τα πράγματα του και λέει του αφεντικού του, να πληρώσει την
δούλεψη του, που του χρωστούσε.
Βγάζει το αφεντικό και του δίνει τρεις λίρες και του λέει:
-Πάρε, Γιάννη, αυτές τις τρεις λίρες. Τόσο κάνει η δούλεψη σου για τα
δέκα χρόνια που δούλεψες και σύρε στο καλό.
Ο καημένος ο Γιάννης πήρε τις τρεις λίρες, είδε που ήταν λίγες, αλλά δεν
είπε τίποτα μονάχα αναστέναξε από μέσα του, χαιρέτησε το αφεντικό του και
ξεκίνησε για το χωριό του.
Άμα πήγε λίγο παραπέρα, τον φωνάζει το αφεντικό του και του λέει:
-Δως μου, Γιάννη, την μία λίρα και θα σου πω μια συμβουλή.
-Μα, αφεντικό, δε...
-Όχι, δως μου την, του λέει.
Τι να κάνει; του την δίνει. Του λέει το αφεντικό του:
-Για ότι δεν σε μέλει μην ρωτάς.
-Καλά, είπε ο Γιάννης και κίνησε να φύγει.
-Δεν πρόφτασε να φύγει όξω στην εξώπορτα και τον φώναξε πάλι το
αφεντικό.
-Έλα δω, έλα δω! Δως μου άλλη μία λίρα, να σου δώσω άλλη μια
συμβουλή.
Του δίνει και μία άλλη λίρα.
Του λέει:
-Ποτέ να μην παραστρατίσεις από τον δρόμο που πήρες.
Ξεκινάει πάλι ο Γιάννης και συλλογιζόταν και έλεγε με το νου του: Τι να
την κάνω ο έρημος μία λίρα μονάχα; Πως να πάω σπίτι μου με μία λίρα, ύστερα από δέκα χρόνια ξενιτιά!
Δεν ξεμάκρυνε καλά από το σπίτι και του φωνάζει το αφεντικό και τρίτη
φορά:
-Δως μου και την άλλη λίρα, να σου δώσω άλλη μια συμβουλή.
Του παίρνει και αυτήν την λίρα και του λέει:
-Τον αποψινό θυμό φύλαγέ τον το πουρνό!
Έτσι απένταρος και βαλαντωμένος έφυγε ο Γιάννης για το χωριό. Έτσι όπως προχωρούσε μην έχοντας τι να κάμει έφτιαξε στο μυαλό του ένα τραγουδάκι από τις συμβουλές του αφεντικού του και το επαναλάμβανε συνεχώς..Για ότι δε με μέλει δε ρωτώ,από τον δρόμο μου μην παραστρατώ,τον αποψινό,θυμό, φύλαγέ τον τον πουρνό!
Στο δρόμο που πήγε, βλέπει έναν αράπη, που ήταν απάνω σε ένα δέντρο και κολλούσε στα φύλλα φλουριά Του φώναξε παράξενα, μα δεν είπε τίποτα στον αράπη, γιατί θυμήθηκε την πρώτη συμβουλή του αφεντικού του και τράβηξε ίσια τον δρόμο του. -Στάσου ωρέ, του φωνάζει ο αράπης. Ο Γιάννης στάθηκε φοβισμένος και ο αράπης του λέει: -Έχω εκατό χρόνια, που κάθομαι εδώ σε αυτό το δέντρο και κάνω αυτό που με είδες πέρασαν λογής-λογής άνθρωποι και όλοι στάθηκαν και με ρώτησαν, γιατί κολλάω τα φλουριά στα φύλλα και όλους τους έφαγα. Μονάχα εσύ δεν με ρώτησες, μόνο τράβηξες ίσια το δρόμο σου. Μπράβο! Πολύ γνωστικός άνθρωπος είσαι. Μπράβο! Σου χαρίζω όλα τα φλουριά, γιατί σου αξίζουν.Πάρ' τα... χαλάλι σου κι άιντε στο καλό. Παίρνει ο Γιάννης τα φλουριά, γεμίζει τις τσέπες του, τους κόρφους του και τραβάει το δρόμο του χαρούμενος. Συλλογιζόταν στο δρόμο κ' έλεγε με το νου του. -Αλήθεια, άξιζε και παρ άξιζε για μια λίρα η πρώτη συμβουλή, που μου 'δωκε τ' αφεντικό ! Ύστερα από τρεις μέρες δρόμο ανταμώνει κάτι αγωγιάτες με καμιά τριανταριά μουλάρια φορτωμένα. Πήγαιναν τον ίδιο δρόμο. Ο Γιάννης τους παρακάλεσε να τον βάλουν λίγο καβάλα, γιατί είχε κουραστεί. Έτσι τράβηξαν όλοι αντάμα το δρόμο. Σε λίγο έφτασαν σ' ένα χάνι κ' οι αγωγιάτες μπήκαν μέσα να πιουν κανένα κρασί κ' είπαν και του Γιάννη να μπει κι αυτός. Τότε αυτός θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή του αφεντικού του, πως να μη παραστρατίζει από το δρόμο που πήρα, και δεν πήγε. Έκατσε έξω και σταματούσε τα μουλάρια να μη φύγουν. Τότε εκεί που έπιναν το κρασί οι αγωγιάτες μέσα στο χάνι, γίνεται ένας μεγάλος σεισμός, έπεσε το χάνι και τους καταπλάκωσε όλους. Ο Γιάννης φοβήθηκε από το σεισμό, μα δεν έπαθε τίποτα. Έκανε μονάχα το σταυρό του κ' είπε με το νου του : Αξίζει μια λίρα και η δεύτερη συμβουλή που μου 'δωκε τ' αφεντικό μου. Πήρε λοιπόν τα μουλάρια, έτσι φορτωμένα που ήταν, και τράβηξε το δρόμο του. Αφού προχώρησε ακόμα μερικές μέρες, έφτασε στο χωριό του. Τράβηξε ίσια γραμμή στο σπίτι του μαζί με τα μουλάρια. Χτυπάει την πόρτα, του ανοίγει η γυναίκα του, δεν τον αναγνώρισε. Αυτός δεν της φανερώθηκε ποιος είναι, μονάχα την παρακάλεσε να τον αφήσει να ξενυχτήσει εκεί στην αυλή αυτός και τα μουλάρια του. Του λέει:-Αν μου 'λεγες για το σπίτι, δεν θα σ' έμπαζα, αλλά αυτού μπορείς να ξενυχτίσεις κ' εσύ και τα μουλάρια σου, στρατοκόπος είσαι. Είναι δίπλα κι αυτό το χαγιάτι και αν θέλεις, στρώσε να κοιμηθείς από κάτω. Σε λίγο κει που συγύριζε τα μουλάρια, βλέπει έναν άντρα που πέρασε και μπήκε μέσα στο σπίτι. -Α! Θα ξαναπαντρεύτηκε η γυναίκα μου, λέει, και μένα με ξέχασε. Θύμωσε γι' αυτό ο Γιάννης και πιάνει το τουφέκι του να μπει μέσα να τους σκοτώσει, κι αυτόν κι αυτήν. Μα θυμήθηκε την τρίτη συμβουλή τ' αφεντικού του:Τον αποψινό θυμό, φύλαγε τον το πουρνό. Αφήνει το τουφέκι του και πλαγιάζει, μα που να κλείσει μάτι! Το πρωΐ, άμα έφεξε, σηκώθηκε και πήγε να βάλει κριθάρι στα μουλάρια. Είχε σηκωθεί κ' οι οικογένεια και άκουσε εκείνο τον άντρα, που είχε μπει αποβραδίς στο σπίτι, να λέει της γυναίκας του: -Πάω, μάνα, και το μεσημέρι θα σου στείλω φασούλια να μαγειρέψεις. Τότε αυτός χτυπά με τα δυο του χέρια το κεφάλι του, κόντεψε να σκοτώσει το παιδί του, τρέχει και φανερώνετε στην γυναίκα του και στο παιδί του. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, άνοιξε τα φορτώματα που είχε στα μουλάρια και με τα φλουριά που έφερε, έζησαν αυτοί καλά κ' εμείς καλύτερα.
Στο δρόμο που πήγε, βλέπει έναν αράπη, που ήταν απάνω σε ένα δέντρο και κολλούσε στα φύλλα φλουριά Του φώναξε παράξενα, μα δεν είπε τίποτα στον αράπη, γιατί θυμήθηκε την πρώτη συμβουλή του αφεντικού του και τράβηξε ίσια τον δρόμο του. -Στάσου ωρέ, του φωνάζει ο αράπης. Ο Γιάννης στάθηκε φοβισμένος και ο αράπης του λέει: -Έχω εκατό χρόνια, που κάθομαι εδώ σε αυτό το δέντρο και κάνω αυτό που με είδες πέρασαν λογής-λογής άνθρωποι και όλοι στάθηκαν και με ρώτησαν, γιατί κολλάω τα φλουριά στα φύλλα και όλους τους έφαγα. Μονάχα εσύ δεν με ρώτησες, μόνο τράβηξες ίσια το δρόμο σου. Μπράβο! Πολύ γνωστικός άνθρωπος είσαι. Μπράβο! Σου χαρίζω όλα τα φλουριά, γιατί σου αξίζουν.Πάρ' τα... χαλάλι σου κι άιντε στο καλό. Παίρνει ο Γιάννης τα φλουριά, γεμίζει τις τσέπες του, τους κόρφους του και τραβάει το δρόμο του χαρούμενος. Συλλογιζόταν στο δρόμο κ' έλεγε με το νου του. -Αλήθεια, άξιζε και παρ άξιζε για μια λίρα η πρώτη συμβουλή, που μου 'δωκε τ' αφεντικό ! Ύστερα από τρεις μέρες δρόμο ανταμώνει κάτι αγωγιάτες με καμιά τριανταριά μουλάρια φορτωμένα. Πήγαιναν τον ίδιο δρόμο. Ο Γιάννης τους παρακάλεσε να τον βάλουν λίγο καβάλα, γιατί είχε κουραστεί. Έτσι τράβηξαν όλοι αντάμα το δρόμο. Σε λίγο έφτασαν σ' ένα χάνι κ' οι αγωγιάτες μπήκαν μέσα να πιουν κανένα κρασί κ' είπαν και του Γιάννη να μπει κι αυτός. Τότε αυτός θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή του αφεντικού του, πως να μη παραστρατίζει από το δρόμο που πήρα, και δεν πήγε. Έκατσε έξω και σταματούσε τα μουλάρια να μη φύγουν. Τότε εκεί που έπιναν το κρασί οι αγωγιάτες μέσα στο χάνι, γίνεται ένας μεγάλος σεισμός, έπεσε το χάνι και τους καταπλάκωσε όλους. Ο Γιάννης φοβήθηκε από το σεισμό, μα δεν έπαθε τίποτα. Έκανε μονάχα το σταυρό του κ' είπε με το νου του : Αξίζει μια λίρα και η δεύτερη συμβουλή που μου 'δωκε τ' αφεντικό μου. Πήρε λοιπόν τα μουλάρια, έτσι φορτωμένα που ήταν, και τράβηξε το δρόμο του. Αφού προχώρησε ακόμα μερικές μέρες, έφτασε στο χωριό του. Τράβηξε ίσια γραμμή στο σπίτι του μαζί με τα μουλάρια. Χτυπάει την πόρτα, του ανοίγει η γυναίκα του, δεν τον αναγνώρισε. Αυτός δεν της φανερώθηκε ποιος είναι, μονάχα την παρακάλεσε να τον αφήσει να ξενυχτήσει εκεί στην αυλή αυτός και τα μουλάρια του. Του λέει:-Αν μου 'λεγες για το σπίτι, δεν θα σ' έμπαζα, αλλά αυτού μπορείς να ξενυχτίσεις κ' εσύ και τα μουλάρια σου, στρατοκόπος είσαι. Είναι δίπλα κι αυτό το χαγιάτι και αν θέλεις, στρώσε να κοιμηθείς από κάτω. Σε λίγο κει που συγύριζε τα μουλάρια, βλέπει έναν άντρα που πέρασε και μπήκε μέσα στο σπίτι. -Α! Θα ξαναπαντρεύτηκε η γυναίκα μου, λέει, και μένα με ξέχασε. Θύμωσε γι' αυτό ο Γιάννης και πιάνει το τουφέκι του να μπει μέσα να τους σκοτώσει, κι αυτόν κι αυτήν. Μα θυμήθηκε την τρίτη συμβουλή τ' αφεντικού του:Τον αποψινό θυμό, φύλαγε τον το πουρνό. Αφήνει το τουφέκι του και πλαγιάζει, μα που να κλείσει μάτι! Το πρωΐ, άμα έφεξε, σηκώθηκε και πήγε να βάλει κριθάρι στα μουλάρια. Είχε σηκωθεί κ' οι οικογένεια και άκουσε εκείνο τον άντρα, που είχε μπει αποβραδίς στο σπίτι, να λέει της γυναίκας του: -Πάω, μάνα, και το μεσημέρι θα σου στείλω φασούλια να μαγειρέψεις. Τότε αυτός χτυπά με τα δυο του χέρια το κεφάλι του, κόντεψε να σκοτώσει το παιδί του, τρέχει και φανερώνετε στην γυναίκα του και στο παιδί του. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, άνοιξε τα φορτώματα που είχε στα μουλάρια και με τα φλουριά που έφερε, έζησαν αυτοί καλά κ' εμείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου