Είχε πια ξημερώσει για τα καλά στο χωριό. Τα κοκοράκια προσπαθούσαν να ξυπνήσουν και τους τελευταίους υπναράδες ενώ τα πουλάκια επάνω στα δέντρα είχαν ήδη αρχίσει να καλωσορίζουν με τραγούδια την νέα μέρα. Σιγά σιγά τα παιδιά έφτιαχναν τη σάκα τους, έβγαιναν από τις πόρτες των σπιτιών τους και διασχίζοντας τις αυλές τους έπεφταν πάνω στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο σχολείο. Ο Δημήτρης έμενα πάντα λίγο πίσω από τους φίλους. Ότι έμενε από το χθεσινό τραπέζι το μοίραζε σε κάθε λογής ζωάκι που συναντούσε μέχρι να φτάσει στο σχολείο. Καμιά φορά δεν προλάβαινε το κουδούνι αλλά ο Στέφανος με το Γρηγόρη πάντα τον δικαιολογούσαν στον δάσκαλο. Λίγο πριν τη στροφή για το σχολείο υπήρχε ένα μονοπάτι χωμάτινο που οδηγούσε στο άλσος του χωριού. Τα παιδιά το αποκαλούσαν το «Μαγικό Δάσος» και ήταν τόσο όμορφο που άξιζε πέρα για πέρα τον τίτλο αυτό. Με το που τελείωναν τα δέντρα, δύο με τρία λεπτά περπάτημα, έσκαγες πάνω σε μία υπέροχη αμμουδιά με καταπράσινα ήρεμα νερά.. Είχε βότσαλο και μέρη από λεπτό χαλίκι. Τα παιδιά ήταν οι μόνοι της συχνοί επισκέπτες. Συνήθως τις πέμπτες και τις παρασκευές που σχολούσαν νωρίτερα πήγαιναν με το δάσκαλο για παιχνίδι και περίπατο. Ο Δημήτρης αγαπούσε πολύ αυτό το μέρος και περνούσε αρκετό χρόνο με τους φίλους του εκεί. Ένιωθε ότι δεν ήθελε φύγει ποτέ από το χωριό του, και ένας από τους λόγους για την αγάπη αυτή ήταν ο χρόνος και οι στιγμές που περνούσε εκεί.
Το κουδούνι χτύπησε και αμέσως οι μαθητές πήραν τις σάκες τους και έτρεξαν στην έξοδο.Έφτανε και η ώρα του μεσημεριανού άλλωστε.
Ο Δημήτρης ήξερε ότι οι γονείς του είχαν πάει από του παππού του το σπίτι για να τον βοηθήσουν στον κήπο και θα αργούσαν λίγο για μεσημέρι. Αφού έψαξε για παρέα και βρήκε δυο φίλους του ξεκίνησε για το μαγικό δάσος του.
Στη διαδρομή σκεφτόταν κάτι που άκουσε από μια συζήτηση των γονιών του πριν τον πάρει ο ύπνος.. ήταν μια φράση που έλεγε ότι καλό είναι άμα θυμάσαι να κάνεις μία καλή πράξη κάθε μέρα γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Δεν μπορούσε να την καταλάβει απόλυτα αλλά του άρεσε όπως την καταλάβαινε. Πριν καν τελειώσει τη σκέψη του είχαν φτάσει στην αμμουδιά. Ο Στέφανος και ο Γρηγόρης άρχισαν να τρέχουν και να κυνηγιούνται κάνοντας νοήματα στο Δημήτρη να τους ακολουθήσει. Ο Δημήτρης που καθόταν χάμω, σηκώθηκε κρατώντας μία πέτρα στο χέρι έτοιμος να την πετάξει στην θάλασσα για να κάνει πολλά γκελ και έπειτα να πάει στα παιδιά που τον φώναζαν.. Τέντωσε το χέρι του ώσπου άκουσε μια φωνή..
-Έ…σε παρακαλώ άσε με κάτω.. μην με ρίξεις μέσα στη θάλασσα..
Ο Δημήτρης τα ‘χασε. Κοίταξε την πέτρα με απορία και μεγάλη έκπληξη και τη ρώτησε
-Μιλάς;
-Φυσικά και μιλάω.. απάντησε η πέτρα.
Ο Δημήτρης άλλαξε τη στάση του σώματός του και έφερε την πέτρα κοντά στα μάτια του κοιτώντας την επίμονα. Ο Στέφανος με το Γρηγόρη ήταν πιο πέρα και έπαιζαν μπάλα. Κάθισε κάτω, άφησε την πέτρα προσεχτικά και δοκίμασε να της ξαναμιλήσει..
-Μα αφού είσαι πέτρα..
-Μιλάω!!Απλά πολύ σπάνια με ακούει κάποιος.. Θες να σου πω την ιστορία μου;
Ο Δημήτρης πλημμύρισε από συναισθήματα χαράς και περιέργειας.. Ήθελε πάρα πολύ να ακούσει την πέτρα και έτσι έκανε..
-Πως σε λένε; Ρώτησε η πέτρα.
-Δημήτρη
-Ωραία Δημήτρη. Γεννήθηκα μετά τη σύγκρουση δύο βράχων στην αριστερή πλευρά της παραλίας και ήμουν από τις πιο ευτυχισμένες πέτρες της ακτής. Όλες οι πέτρες με ζήλευαν για την ωραία θέση που είχα πάρει. Μια πέτρα που ήταν δίπλα μου, μεγαλύτερη στα χρόνια και αρκετά έμπειρη μου διηγήθηκε πως κάποτε τη θέση που είχα την είχε κάποια άλλη πέτρα. Ήταν και αυτή το ίδιο χαρούμενη όπως εγώ μέχρι τη στιγμή που ήρθαν κάτι παιδιά και την πέταξαν στη θάλασσα μαζί με άλλες πέτρες που ήταν γύρω της. Εγώ δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία και συνέχιζα να κοιτάζω πέρα.. τον ορίζοντα. Οι μέρες περνούσαν ωραία, κάθε πρωί έπαιζα με τις άλλες πέτρες και μετά κατά το μεσημεράκι λιαζόμουν στον ήλιο. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη και μεγάλωνα πια. Το βράδυ μαζευόμασταν όλες γύρω από τη φωτιά και ακούγαμε τους μεγάλους βράχους με προσοχή να μιλάνε. Ύστερα όταν νυστάζαμε πια, αφήναμε να μας πάρει ο ύπνος κοιτάζοντας το φεγγάρι. Ένα βράδυ όπως χαλάρωνα και προσπαθούσα να κοιμηθώ ένιωθα λίγο διαφορετικά.. Αισθανόμουν ότι κάτι θα συμβεί σύντομα και ίσως δεν είναι για καλό. Το πρωί άκουσα παιχνιδιάρικα χαμόγελα και θόρυβο στην παραλία και το άλσος. Όταν κοίταξα, τα ’χασα, ένας τρόμος άρχιζε να με κυριεύει, τα παιδιά πετούσαν στη θάλασσα τους φίλους μου. Αμέσως θυμήθηκα την γριά πέτρα και την ιστορία της πριν πολλά χρόνια. Είδα ένα παιδί να έρχεται προς το μέρος μου, άπλωσε το χέρι του και με έπιασε, ήρθε το τέλος μου σκέφτηκα.. Μετά ακούστηκε ένα «πλατς», ναι με είχε πετάξει στη θάλασσα μαζί με τις άλλες πέτρες. Ήταν όλες μακριά η μία από την άλλη εκτός από εμένα που δίπλα μου είχα μια γέρικη πέτρα ταλαιπωρημένη. Την ρώτησα πια είναι και όταν μου είπε πάγωσα.. μα και ανακουφίστηκα μαζί. Πάγωσα γιατί ήταν η πέτρα που κάποτε είχε τη θέση μου στην αμμουδιά και ανακουφίστηκα γιατί ήταν ζωντανή. Εμείς οι πέτρες πιστεύαμε ότι όποια πέσει στο νερό με το αλάτι γίνεται σιγά σιγά σκόνη. Ξεκίνησε να μου λέει πως είναι η ζωή εδώ μέσα όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος. Ήταν ένα παιδί που είχε βουτήξει!! Μας έπιασε όλες και μας έβγαλε στην επιφάνεια. Εκεί αντικρίσαμε τους φίλους μας ξανά και ακολούθησαν γέλια και δάκρυα χαράς. Αχ! Τι ωραία που ήμασταν και πάλι μαζί.
Ο Δημήτρης είχε μείνει με το μάτια γουρλωμένα πάνω στην πέτρα, και η ιστορία που είχε ακούσει τον είχε γεμίσει. Έβαλε την πέτρα σε μια γωνίτσα ασφαλή αφού την χαιρέτησε πήγε να βρει τα παιδιά που έκαναν μπάνιο στη θάλασσα λίγο πιο πέρα.
Στο δρόμο του γυρισμού ο Δημήτρης χαιρόταν και χαμογελούσε, ήξερε ότι είχε κάνει μια καλή πράξη και ήξερε τι θα γράψει αύριο στην τάξη στο μάθημα της έκθεσης!!
Το κουδούνι χτύπησε και αμέσως οι μαθητές πήραν τις σάκες τους και έτρεξαν στην έξοδο.Έφτανε και η ώρα του μεσημεριανού άλλωστε.
Ο Δημήτρης ήξερε ότι οι γονείς του είχαν πάει από του παππού του το σπίτι για να τον βοηθήσουν στον κήπο και θα αργούσαν λίγο για μεσημέρι. Αφού έψαξε για παρέα και βρήκε δυο φίλους του ξεκίνησε για το μαγικό δάσος του.
Στη διαδρομή σκεφτόταν κάτι που άκουσε από μια συζήτηση των γονιών του πριν τον πάρει ο ύπνος.. ήταν μια φράση που έλεγε ότι καλό είναι άμα θυμάσαι να κάνεις μία καλή πράξη κάθε μέρα γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Δεν μπορούσε να την καταλάβει απόλυτα αλλά του άρεσε όπως την καταλάβαινε. Πριν καν τελειώσει τη σκέψη του είχαν φτάσει στην αμμουδιά. Ο Στέφανος και ο Γρηγόρης άρχισαν να τρέχουν και να κυνηγιούνται κάνοντας νοήματα στο Δημήτρη να τους ακολουθήσει. Ο Δημήτρης που καθόταν χάμω, σηκώθηκε κρατώντας μία πέτρα στο χέρι έτοιμος να την πετάξει στην θάλασσα για να κάνει πολλά γκελ και έπειτα να πάει στα παιδιά που τον φώναζαν.. Τέντωσε το χέρι του ώσπου άκουσε μια φωνή..
-Έ…σε παρακαλώ άσε με κάτω.. μην με ρίξεις μέσα στη θάλασσα..
Ο Δημήτρης τα ‘χασε. Κοίταξε την πέτρα με απορία και μεγάλη έκπληξη και τη ρώτησε
-Μιλάς;
-Φυσικά και μιλάω.. απάντησε η πέτρα.
Ο Δημήτρης άλλαξε τη στάση του σώματός του και έφερε την πέτρα κοντά στα μάτια του κοιτώντας την επίμονα. Ο Στέφανος με το Γρηγόρη ήταν πιο πέρα και έπαιζαν μπάλα. Κάθισε κάτω, άφησε την πέτρα προσεχτικά και δοκίμασε να της ξαναμιλήσει..
-Μα αφού είσαι πέτρα..
-Μιλάω!!Απλά πολύ σπάνια με ακούει κάποιος.. Θες να σου πω την ιστορία μου;
Ο Δημήτρης πλημμύρισε από συναισθήματα χαράς και περιέργειας.. Ήθελε πάρα πολύ να ακούσει την πέτρα και έτσι έκανε..
-Πως σε λένε; Ρώτησε η πέτρα.
-Δημήτρη
-Ωραία Δημήτρη. Γεννήθηκα μετά τη σύγκρουση δύο βράχων στην αριστερή πλευρά της παραλίας και ήμουν από τις πιο ευτυχισμένες πέτρες της ακτής. Όλες οι πέτρες με ζήλευαν για την ωραία θέση που είχα πάρει. Μια πέτρα που ήταν δίπλα μου, μεγαλύτερη στα χρόνια και αρκετά έμπειρη μου διηγήθηκε πως κάποτε τη θέση που είχα την είχε κάποια άλλη πέτρα. Ήταν και αυτή το ίδιο χαρούμενη όπως εγώ μέχρι τη στιγμή που ήρθαν κάτι παιδιά και την πέταξαν στη θάλασσα μαζί με άλλες πέτρες που ήταν γύρω της. Εγώ δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία και συνέχιζα να κοιτάζω πέρα.. τον ορίζοντα. Οι μέρες περνούσαν ωραία, κάθε πρωί έπαιζα με τις άλλες πέτρες και μετά κατά το μεσημεράκι λιαζόμουν στον ήλιο. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη και μεγάλωνα πια. Το βράδυ μαζευόμασταν όλες γύρω από τη φωτιά και ακούγαμε τους μεγάλους βράχους με προσοχή να μιλάνε. Ύστερα όταν νυστάζαμε πια, αφήναμε να μας πάρει ο ύπνος κοιτάζοντας το φεγγάρι. Ένα βράδυ όπως χαλάρωνα και προσπαθούσα να κοιμηθώ ένιωθα λίγο διαφορετικά.. Αισθανόμουν ότι κάτι θα συμβεί σύντομα και ίσως δεν είναι για καλό. Το πρωί άκουσα παιχνιδιάρικα χαμόγελα και θόρυβο στην παραλία και το άλσος. Όταν κοίταξα, τα ’χασα, ένας τρόμος άρχιζε να με κυριεύει, τα παιδιά πετούσαν στη θάλασσα τους φίλους μου. Αμέσως θυμήθηκα την γριά πέτρα και την ιστορία της πριν πολλά χρόνια. Είδα ένα παιδί να έρχεται προς το μέρος μου, άπλωσε το χέρι του και με έπιασε, ήρθε το τέλος μου σκέφτηκα.. Μετά ακούστηκε ένα «πλατς», ναι με είχε πετάξει στη θάλασσα μαζί με τις άλλες πέτρες. Ήταν όλες μακριά η μία από την άλλη εκτός από εμένα που δίπλα μου είχα μια γέρικη πέτρα ταλαιπωρημένη. Την ρώτησα πια είναι και όταν μου είπε πάγωσα.. μα και ανακουφίστηκα μαζί. Πάγωσα γιατί ήταν η πέτρα που κάποτε είχε τη θέση μου στην αμμουδιά και ανακουφίστηκα γιατί ήταν ζωντανή. Εμείς οι πέτρες πιστεύαμε ότι όποια πέσει στο νερό με το αλάτι γίνεται σιγά σιγά σκόνη. Ξεκίνησε να μου λέει πως είναι η ζωή εδώ μέσα όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος. Ήταν ένα παιδί που είχε βουτήξει!! Μας έπιασε όλες και μας έβγαλε στην επιφάνεια. Εκεί αντικρίσαμε τους φίλους μας ξανά και ακολούθησαν γέλια και δάκρυα χαράς. Αχ! Τι ωραία που ήμασταν και πάλι μαζί.
Ο Δημήτρης είχε μείνει με το μάτια γουρλωμένα πάνω στην πέτρα, και η ιστορία που είχε ακούσει τον είχε γεμίσει. Έβαλε την πέτρα σε μια γωνίτσα ασφαλή αφού την χαιρέτησε πήγε να βρει τα παιδιά που έκαναν μπάνιο στη θάλασσα λίγο πιο πέρα.
Στο δρόμο του γυρισμού ο Δημήτρης χαιρόταν και χαμογελούσε, ήξερε ότι είχε κάνει μια καλή πράξη και ήξερε τι θα γράψει αύριο στην τάξη στο μάθημα της έκθεσης!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου