Σελίδες

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Μια ιστορία κάτω από το φως του φεγγαριού

Από το πρωί μπορούσες εύκολα να καταλάβεις ότι η μεγάλη μέρα είχε πια φτάσει.. όλα ήταν διαφορετικά στο δάσος.. Είχε στηθεί ένα μεγάλο φαγοπότι και όλα τα ζώα φορούσαν τα επίσημα τους! Ο λαγός έτρεχε από δω και από κει φωνάζοντας «η μέρα έφτασε , η μέρα έφτασε». Πιο πέρα οι μέλισσες πετούσαν και μοίραζαν γλυκά. Το συνεργείο που είχε αναλάβει το στήσιμο της σκηνής και την τοποθέτηση των καθισμάτων ήταν του μεγάλου καφέ σκίουρου και των παιδιών του, οι καλύτεροι εργάτες μέσα στο δάσος μαζί με τα μυρμήγκια. Στο βάθος οι αγελάδες με την σοφή κουκουβάγια επέβλεπαν τα καζάνια με το φαγητό! Στο δάσος συνέβαινε κάτι που γινόταν μια φορά τα δέκα χρόνια.. τα ζώα θα ψήφιζαν ποιόν θα ήθελαν για αρχηγό τους, πράγμα το οποίο είχε φέρει μεγάλη αναστάτωση σε όλους! Στο παρελθόν ο αρχηγός ήταν σχεδόν πάντα το λιοντάρι και μόνο δυο φορές είχε αλλάξει η αρχηγία. Την μία για το λύκο και την άλλη φορά για το άλογο. Η μόνη. Φέτος οι υποψήφιοι αρχηγοί ήταν ο λύκος ,η χελώνα και το ο μικρός γιός του λιονταριού που κουρασμένο πιά είχε πει ότι θα ήθελε να αποχωρήσει. Ο λύκος έβλεπε το γεγονός αυτό σαν τη μεγάλη του ευκαιρία. Πίστευε ότι τα ζώα  δεν θα διάλεγαν για αρχηγό κάποιον τόσο νέο και μαζί με την αλεπού και το γύπα είχαν δώσει μεγάλο αγώνα να πείσουν τα υπόλοιπα ζώα  για το πόσο καλός αρχηγός θα γινόταν. Την χελώνα που είχε λίγες πιθανότητες δεν την υπολόγιζαν. Είχαν λοιπόν στηθεί διάφορα πηγαδάκια από δω και από κει με ζώα να συζητούν για τη μέρα αυτή μέχρι τι στιγμή που έκανε την εμφάνιση του ο αετός! Οι επισκέψεις του αετού ήταν σπάνιες και κάθε φορά που έκανε την εμφάνισή του προκαλούσε έντονο θαυμασμό. Πήρε την θέση του ανάμεσα στην κουκουβάγια που πλέον είχε αφήσει στις αγελάδες την επίβλεψη του φαγητού και πατέρα του λιονταριού που με αγωνία περίμενε το αποτέλεσμα.
Αφού όλα ήταν έτοιμα το λιοντάρι σηκώθηκε και κάλεσε ένα ένα τα ζώα να βάζουν μια γραμμή σε ένα μεγάλο πίνακα που είχαν σχηματίσει στο χώμα δίπλα από το όνομα των τριών υποψήφιων! Πρώτος ήταν ο ελέφαντας που πήρε ένα κλαδί και με την προβοσκίδα του χάραξε μια γραμμή δίπλα από το όνομα του λύκου προς έκπληξη των υπολοίπων. Ήξεραν ότι ο ελέφαντας δεν συμπαθούσε και πολύ τα λιοντάρια αλλά δεν περίμεναν να πήγαινε με το λύκο. Ο επόμενος ήταν ο λαγός που γρήγορα σχημάτισε με το νύχι του την γραμμούλα δίπλα στο λιοντάρι και φεύγοντας πείραξε και τη χελώνα για το πόσο αργή είναι! Τα ζώα συνέχιζαν να ψηφίζουν και μέχρι το απόγευμα είχαν σχεδόν τελειώσει. Είχαν μείνει μόνο έξι ζώα ακόμη και τα αποτελέσματα έδειχναν το λύκο να είναι με 3 γραμμές μπροστά. Ο λύκος που ήρθε η σειρά του έβαλε τη γραμμή στον εαυτό του, το ίδιο και το λιοντάρι. Ο αετός στο λιοντάρι, η κουκουβάγια στο λιοντάρι ο σκύλος στο λιοντάρι και η μαϊμού έβαλε στη χελώνα γελώντας πονηρά! Το αποτέλεσμα είχε βγει! Νέος αρχηγός του δάσους θα ήταν ο λύκος.
Ο λύκος με την αλεπού, το γύπα δεν μπορούσαν να κρύψουν την χαρά τους, όλα πήγαν όπως τα είχαν σχεδιάσει, είχαν πείσει τα ζώα ότι μπορούν να αναλάβουν την αρχηγία και να διατηρήσουν την  ηρεμία στο δάσος. Είχαν όμως βάλει στο νου και κάτι ακόμη, ήξεραν ότι με το λιοντάρι κάτω από τα πόδια τους δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο άνετοι και να κάνουν ότι θέλουν για αυτό και αμέσως το κάλεσαν μπροστά τους και του ανέθεσαν μία δουλειά που θα εξυπηρετούσε το σκοπό τους. Του ανέθεσαν λοιπόν την επίβλεψη του φαγητού στη θέση των αγελάδων. Το λιοντάρι που όπως και ο λύκος περίμενε αρνήθηκε και είπε δυνατά ώστε να το ακούσουν και τα υπόλοιπα ζώα.
-Όλοι ξέρετε πόσο καλός και δίκαιος αρχηγός ήταν ο πατέρας μου. Εγώ με τη σειρά μου θα φύγω από το δάσος γιατί δεν περίμενα ότι θα άλλαζαν έτσι τα πράγματα, όποιος χρειαστεί την βοήθεια μου μπορεί να έρθει να μου την ζητήσει . Θα πάω στο βουνό πέρα από το ποτάμι. Καλή επιτυχία στο λύκο.
 Και αφού γύρισε και έριξε μια κοφτή ματιά στο λύκο βρυχήθηκε δυνατά και αμέσως αφού χαιρέτησε τον πατέρα του χάθηκε μέσα στις φυλλωσιές.
Τα ζώα είχαν μπερδευτεί, δεν περίμεναν ότι θα τους εγκατέλειπε το πιο δυνατό ζώο και φυσικά δεν ήξεραν το σχέδιο του λύκου για το περήφανο λιοντάρι ώστε να καταλάβαιναν την φυγή του. Ο λύκος ήταν ελεύθερος πια να προχωρήσει στις υπόλοιπες αλλαγές που ήθελε.  Ανέθεσε την διαπαιδαγώγηση των μικρών ζώων στο γύπα, θέση που είχε μέχρι τώρα η κουκουβάγια. Υπεύθυνη για την διάθεση και την μοιρασιά του φαγητού έκανε την αλεπού. Οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμεναν τα ζώα. Ο λύκος δεν ήταν τόσο δίκαιος και ήρεμος όπως το λιοντάρι. Η αλεπού με το γύπα συμπεριφέρονταν και αυτοί σαν αρχηγοί και πείραζαν και γελούσαν με κάποια ζώα που ήταν πιο αδύναμα όπως πρόβατα και τις αγελάδες.
Εν τω μεταξύ κάπου  στις όχθες του ποταμού το λιοντάρι είχε φτιάξει το νέο του καταφύγιο και περνούσε τις μέρες κάνοντας πολύ παρέα με τον αρκούδο. Στον αρκούδο άρεσε πολύ το νερό και ήθελε να μένει κοντά του, έτσι λοιπόν είχε φτιάξει το σπίτι του κοντά στο ποτάμι. Τρεφόντουσαν κυρίως με ψάρια και συζητούσαν διάφορα πράγματα. Το λιοντάρι μεγάλωνε και γινόταν δυνατό και σοφό δίπλα στον αρκούδο που απολάμβανε την παρέα του.
Πίσω στο δάσος η κατάσταση είχε γίνει ακόμη πιο δύσκολη, κανένας δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με το λύκο που έκανε και έλεγε ότι ήθελε. Φαγητό πολύ δεν υπήρχε και η διάθεση των ζώων δεν ήταν καλή, κάποια από αυτά με μπροστάρη την χελώνα είχαν αρχίσει να συζητούν ανοιχτά πλέον πόσο διαφορετικά και όμορφα θα ήταν αν δεν είχαν κάνει αυτή την επιλογή τότε. Είχαν περάσει τρία χρόνια από το πρωινό των εκλογών πια.
Την επόμενη μέρα, όλα τα ζώα ξύπνησαν από δυνατούς θορύβους και φωνές.. Ο λύκος διέταξε το λαγό να πάει να δει από πού έρχεται αυτός ο θόρυβος και να έρθει να του πει.
Ο λαγός ακολούθησε το θόρυβο και αυτός τον οδήγησε δυο τρία χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο του δάσους. Εκεί είδε μια ομάδα ανθρώπων που είχε ξεκινήσει με πριόνια και άλλα διάφορα εργαλεία να ρίχνουν κάτω δέντρα!! Σίγουρα δεν ήταν ξυλουργοί αλλά μάλλον κάποιοι που είχαν σκοπό κόβοντας δέντρα να βγάλουν λεφτά αδιαφορώντας για την καταστροφή που θα προκαλούσαν στα ζώα και στο μικρό αυτό δάσος. Ο λαγός έτρεξε γρήγορα πίσω και είπε τα νέα μπροστά σε όλα τα ζώα. Ο λύκος και η αλεπού σάστισαν. Αφού φώναξαν και το γύπα σκέφτηκαν και είπαν στα υπόλοιπα ζώα.
-Με τους ανθρώπους δεν μπορούμε να τα βάλουμε, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πάμε πιο μέσα στο δάσος και ζήσουμε εκεί.
-Αυτό δε γίνεται! απάντησε η χελώνα.
-Δεν μπορούνε όλα τα ζώα να πάνε το ίδιο γρήγορα στο μέσα δάσος και επίσης δεν θέλουμε να αφήσουμε το δάσος μας σιγά σιγά να καταστραφεί. Εδώ ζούμε τόσα χρόνια, εδώ είναι τα σπιτάκια μας και αναμνήσεις μας. Συνέχισε η χελώνα. Πολλά ζώα ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο γύπας που έβλεπε τι γινόταν πήρε το λόγο και είπε
-Ο αρχηγός μας είναι ο λύκος. Είναι πολύ δυνατός και θα σας προστατέψει αλλά θα πρέπει να τον ακούσετε για να σωθείτε.
-Ξεκινάμε αύριο το πρωί για το μέσα δάσος.. είπε ο λύκος. Και έτσι έγινε, τα ζώα το επόμενο πρωί χωρίς να το θέλουν και με διάθεση αρκετά πεσμένη ξεκίνησαν για την καρδιά του δάσους.
Τα δέντρα έπεφταν γρήγορα το ένα μετά το άλλο καθώς πλέον είχε έρθει και μια μεγάλη μπουλντόζα μαζί. Ο λαγός και η κουκουβάγια κάθε τόσο γύριζαν πίσω και ενημέρωναν για την κατάσταση. Είχαν περάσει τρεις μέρες που και τα τελευταία ζώα παρά τους κινδύνους είχαν φτάσει στο σημείο που ο λύκος είχε πει. Ο θόρυβος δεν είχε κοπάσει, ίσα ίσα που ακουγόταν όλο και πιο κοντά πράγμα που σήμαινε ότι αυτοί εκεί έξω δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν. Τα ζώα διαμαρτύρονταν έντονα στο λύκο ότι δεν τους προστατεύει με το σωστό τρόπο και φοβόντουσαν ότι το αγαπημένο τους δάσος θα καταστραφεί ολόκληρο.
Την επόμενη μέρα οι άνθρωποι είχαν φτάσει σε σημείο που τα ζώα τους έβλεπαν και τρόμαζαν. Βλέποντας την κατάσταση ότι έχει ξεφύγει ο λύκος και αλεπού μην ξέροντας τι άλλο να κάνουν κοίταξαν γύρω τους και όταν είδαν ότι κανείς δεν τους κοιτά χάθηκαν προς άλλη κατεύθυνση ο καθένας. Τους πήρε όμως είδηση ο σκύλος και το είπε και στα υπόλοιπα ζώα. Τότε αυτά έχασαν κάθε ελπίδα γιατί είδαν ότι η είχαν μόνα τους βγάλει τα μάτια τους. Το γέρικο λιοντάρι προσπαθούσε να τους δώσει λίγο θάρρος αλλά με το ζόρι μπορούσε να βγάλει βρυχηθμό..
Ξαφνικά ο θόρυβος των πριονιών και της μπουλντόζας σταμάτησε. Τα ζώα μπορούσαν να δουν τους ανθρώπους να τρέχουν φωνάζοντας αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί.
Τότε άκουσαν τον πιο δυνατό βρυχηθμό που είχαν ακούσει ποτέ..
-Ροααααααάρ
Ήταν το νεαρό λιοντάρι αγέρωχο και δυνατό με τη χαίτη του να ανεμίζει και τα δόντια του να αστράφτουν από μακριά.. Δίπλα του ο αρκούδος όρθιος με ένα ρόπαλο στο χέρι και όψη που τρόμαζες.. Από ψηλά ο αετός ορμούσε με μανία σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Αμέσως ο σκύλος ατρόμητος και αυτός μπήκε στη μάχη και κυνηγούσε και αυτός τους «εχθρούς». Τα ζώα γέμισαν με χαρά ελπίδα. Όλοι είχαν τραπεί σε φυγή και την μπουλντόζα την είχε αχρηστέψει ο αρκούδος με τον ελέφαντα που αφού ζήτησε συγνώμη από το λιοντάρι την χτυπούσε με τους χαυλιόδοντές του. Το δάσος αν και με λίγες απώλειες είχε σωθεί! Τα ζώα ζητωκραύγαζαν για το λιοντάρι και στήθηκε ένα πολύ χαρούμενο γλέντι..
Κάπου εκεί έκανε την εμφάνισή του και ο λύκος με την ουρά κάτω.. Τα ζώα άρχισαν να του φωνάζουν και κάποια κινήθηκαν προς το μέρος του με άγριες διαθέσεις όπως το σκύλο που πάντα ήθελε να αναμετρηθεί μαζί του. Μπήκε όμως στη θέση το λιοντάρι και τον σταμάτησε.

-Συγχωρώ το λύκο για ότι έκανε, το δάσος έχει χώρο για όλους αλλά θα πρέπει να σέβονται και να πράττουν για το καλό όλων των ζώων. Θα σου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτό ήταν, είχε επιστρέψει η χαρά και αισιοδοξία αλλά και η ασφάλεια στο δάσος. Το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες και χαιρόταν ακόμη και το φεγγάρι μαζί τους!!!     

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Μια πέτρα διηγείται την ιστορία της

Είχε πια ξημερώσει για τα καλά στο χωριό. Τα κοκοράκια προσπαθούσαν να ξυπνήσουν και τους τελευταίους υπναράδες ενώ τα πουλάκια επάνω στα δέντρα είχαν ήδη αρχίσει να καλωσορίζουν με τραγούδια την νέα μέρα. Σιγά σιγά τα παιδιά έφτιαχναν τη σάκα τους, έβγαιναν από τις πόρτες των σπιτιών τους  και διασχίζοντας τις αυλές τους έπεφταν πάνω στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο σχολείο. Ο Δημήτρης έμενα πάντα λίγο πίσω από τους φίλους. Ότι έμενε από το χθεσινό τραπέζι το μοίραζε σε κάθε λογής ζωάκι που συναντούσε μέχρι να φτάσει στο σχολείο. Καμιά φορά δεν προλάβαινε το κουδούνι αλλά ο Στέφανος με το Γρηγόρη πάντα τον δικαιολογούσαν στον δάσκαλο. Λίγο πριν τη στροφή για το σχολείο υπήρχε ένα μονοπάτι χωμάτινο που οδηγούσε στο άλσος του χωριού. Τα παιδιά το αποκαλούσαν το «Μαγικό Δάσος» και ήταν τόσο όμορφο που άξιζε πέρα για πέρα τον τίτλο αυτό. Με το που τελείωναν τα δέντρα, δύο με τρία λεπτά περπάτημα,  έσκαγες πάνω σε μία υπέροχη αμμουδιά με καταπράσινα ήρεμα νερά.. Είχε βότσαλο και μέρη από λεπτό χαλίκι. Τα παιδιά ήταν οι μόνοι της συχνοί επισκέπτες. Συνήθως τις πέμπτες και τις παρασκευές που σχολούσαν νωρίτερα πήγαιναν με το δάσκαλο για παιχνίδι και περίπατο. Ο Δημήτρης αγαπούσε πολύ αυτό το μέρος και περνούσε αρκετό χρόνο με τους φίλους του εκεί. Ένιωθε ότι δεν ήθελε φύγει ποτέ από το χωριό του, και ένας από τους λόγους για την αγάπη αυτή ήταν ο χρόνος και οι στιγμές που περνούσε εκεί.
Το κουδούνι χτύπησε και αμέσως οι μαθητές πήραν τις σάκες τους και έτρεξαν στην έξοδο.Έφτανε και η ώρα του μεσημεριανού άλλωστε.
Ο Δημήτρης ήξερε ότι οι γονείς του είχαν πάει από του παππού του το σπίτι για να τον βοηθήσουν στον κήπο και θα αργούσαν λίγο για μεσημέρι. Αφού έψαξε για παρέα και βρήκε δυο φίλους του ξεκίνησε για το μαγικό δάσος του.
Στη διαδρομή σκεφτόταν κάτι που άκουσε από μια συζήτηση των γονιών του πριν τον πάρει ο ύπνος.. ήταν μια φράση που έλεγε ότι καλό είναι άμα θυμάσαι να κάνεις μία καλή πράξη κάθε μέρα γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Δεν μπορούσε να την καταλάβει απόλυτα αλλά του άρεσε όπως την καταλάβαινε. Πριν καν τελειώσει τη σκέψη του είχαν φτάσει στην αμμουδιά. Ο Στέφανος και ο Γρηγόρης άρχισαν να τρέχουν και να κυνηγιούνται κάνοντας νοήματα στο Δημήτρη να τους ακολουθήσει. Ο Δημήτρης που καθόταν χάμω, σηκώθηκε κρατώντας μία πέτρα στο χέρι έτοιμος να την πετάξει στην θάλασσα για να κάνει πολλά γκελ και έπειτα να πάει στα παιδιά που τον φώναζαν.. Τέντωσε το χέρι του ώσπου άκουσε μια φωνή..
-Έ…σε παρακαλώ άσε με κάτω.. μην με ρίξεις μέσα στη θάλασσα..
Ο Δημήτρης τα ‘χασε. Κοίταξε την πέτρα με απορία και μεγάλη έκπληξη και τη ρώτησε
-Μιλάς;
-Φυσικά και μιλάω.. απάντησε η πέτρα.
Ο Δημήτρης άλλαξε τη στάση του σώματός του και έφερε την πέτρα κοντά στα μάτια του κοιτώντας την επίμονα. Ο Στέφανος με το Γρηγόρη ήταν πιο πέρα και έπαιζαν μπάλα. Κάθισε κάτω, άφησε την πέτρα προσεχτικά και δοκίμασε να της ξαναμιλήσει..
-Μα αφού είσαι πέτρα..
-Μιλάω!!Απλά πολύ σπάνια με ακούει κάποιος.. Θες να σου πω την ιστορία μου;
Ο Δημήτρης πλημμύρισε από συναισθήματα χαράς και περιέργειας.. Ήθελε πάρα πολύ να ακούσει την πέτρα και έτσι έκανε..
-Πως σε λένε; Ρώτησε η πέτρα.
-Δημήτρη
-Ωραία Δημήτρη. Γεννήθηκα μετά τη σύγκρουση δύο βράχων στην αριστερή πλευρά της παραλίας και ήμουν από τις πιο ευτυχισμένες πέτρες της ακτής. Όλες οι πέτρες με ζήλευαν για την ωραία θέση που είχα πάρει. Μια πέτρα που ήταν δίπλα μου, μεγαλύτερη στα χρόνια και αρκετά έμπειρη μου διηγήθηκε πως κάποτε τη θέση που είχα την είχε κάποια άλλη πέτρα. Ήταν και αυτή το ίδιο χαρούμενη όπως εγώ μέχρι τη στιγμή που ήρθαν κάτι παιδιά και την πέταξαν στη θάλασσα μαζί με άλλες πέτρες που ήταν γύρω της. Εγώ δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία και συνέχιζα να κοιτάζω πέρα.. τον ορίζοντα. Οι μέρες περνούσαν ωραία, κάθε πρωί έπαιζα με τις άλλες πέτρες και μετά κατά το μεσημεράκι λιαζόμουν στον ήλιο. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη και μεγάλωνα πια. Το βράδυ μαζευόμασταν όλες γύρω από τη φωτιά και ακούγαμε τους μεγάλους βράχους με προσοχή να μιλάνε. Ύστερα όταν νυστάζαμε πια, αφήναμε να μας πάρει ο ύπνος κοιτάζοντας το φεγγάρι. Ένα βράδυ όπως χαλάρωνα και προσπαθούσα να κοιμηθώ ένιωθα λίγο διαφορετικά.. Αισθανόμουν ότι κάτι θα συμβεί σύντομα και ίσως δεν είναι για καλό. Το πρωί άκουσα παιχνιδιάρικα χαμόγελα και θόρυβο στην παραλία και το άλσος. Όταν κοίταξα, τα ’χασα, ένας τρόμος άρχιζε να με κυριεύει, τα παιδιά πετούσαν στη θάλασσα τους φίλους μου. Αμέσως θυμήθηκα την γριά πέτρα και την ιστορία της πριν πολλά χρόνια. Είδα ένα παιδί να έρχεται προς το μέρος μου, άπλωσε το χέρι του και με έπιασε, ήρθε το τέλος μου σκέφτηκα.. Μετά ακούστηκε ένα «πλατς», ναι με είχε πετάξει στη θάλασσα μαζί με τις άλλες πέτρες. Ήταν όλες μακριά η μία από την άλλη εκτός από εμένα που δίπλα μου είχα μια γέρικη πέτρα ταλαιπωρημένη. Την ρώτησα πια είναι και όταν μου είπε πάγωσα.. μα και ανακουφίστηκα  μαζί. Πάγωσα γιατί ήταν η πέτρα που κάποτε είχε τη θέση μου στην αμμουδιά και ανακουφίστηκα γιατί ήταν ζωντανή. Εμείς οι πέτρες πιστεύαμε ότι όποια πέσει στο νερό με το αλάτι γίνεται σιγά σιγά σκόνη. Ξεκίνησε να μου λέει πως είναι η ζωή εδώ μέσα όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος. Ήταν ένα παιδί που είχε βουτήξει!! Μας έπιασε όλες και μας έβγαλε στην επιφάνεια. Εκεί αντικρίσαμε τους φίλους μας ξανά και ακολούθησαν γέλια και δάκρυα χαράς. Αχ! Τι ωραία που ήμασταν και πάλι μαζί.
Ο Δημήτρης είχε μείνει με το μάτια γουρλωμένα πάνω στην πέτρα, και η ιστορία που είχε ακούσει τον είχε γεμίσει. Έβαλε την πέτρα σε μια γωνίτσα ασφαλή  αφού την χαιρέτησε πήγε να βρει τα παιδιά που έκαναν μπάνιο στη θάλασσα λίγο πιο πέρα.
Στο δρόμο του γυρισμού ο Δημήτρης χαιρόταν και χαμογελούσε, ήξερε ότι είχε κάνει μια καλή πράξη και ήξερε τι θα γράψει αύριο στην τάξη στο μάθημα της έκθεσης!!